- τετολμηκότως
- τετολμηκότως, Adv., ([etym.] τολμάω)A boldly, Plb.1.23.5, 9.4.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετολμηκότως — boldly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετολμηκότως — Α επίρρ. με τόλμη, τολμηρά («ἐνέβαλον οἱ πρῶτοι πλέοντες τετολμηκότως», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. τετολμηκώς, ότος τού τολμῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek